- μετάβλημα
- μετάβλημα, τὸ (Α) [μεταβάλλω]μεταβολή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταβλήμασι — μετάβλημα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… … Dictionary of Greek